fa-ssion.com
TIKTO DRESS
τίκτω [tίkto] : (λόγ.) γεννώ [to give birth]. Το ρήμα τίκτω περιέχει τη διαχρονική τάση για τη δημιουργικότητα, τη νεότητα και τα ευχάριστα στοιχεία έκπληξης. Αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα ενισχύεται …